- αγροβόας
- ἀγροβόας, ο (Α)αυτός που φωνάζει με τρόπο αγροίκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + βοῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγροβόας — ἀγροβόᾱς , ἀγροβόας rudely shouting masc acc pl ἀγροβόᾱς , ἀγροβόας rudely shouting masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)